- λιμβός
- (I)λιμβός, -όν και λίμβος, -ον (AM)μσν.ορεκτικός, ελκυστικόςαρχ.λαίμαργος.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθομιλουμένης, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη με εκφραστικό επίθημα -βος (πρβλ. κολο-βός). Η σύνδεση με λατ. libo «γεύομαι, δοκιμάζω» ή με ὀλιβρόςὀλισθηρός (Ησύχ.) δεν είναι πειστική].————————(II)λιμβός, ὁ (Α)βραδινό ένδυμα με κροσσωτή παρυφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. limbus «παρυφή, κράσπεδο»].
Dictionary of Greek. 2013.