λιμβός

λιμβός
(I)
λιμβός, -όν και λίμβος, -ον (AM)
μσν.
ορεκτικός, ελκυστικός
αρχ.
λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθομιλουμένης, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη με εκφραστικό επίθημα -βος (πρβλ. κολο-βός). Η σύνδεση με λατ. libo «γεύομαι, δοκιμάζω» ή με ὀλιβρός
ὀλισθηρός (Ησύχ.) δεν είναι πειστική].
————————
(II)
λιμβός, ὁ (Α)
βραδινό ένδυμα με κροσσωτή παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. limbus «παρυφή, κράσπεδο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιμβός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμβοῖς — λιμβός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμβῶν — λιμβός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμβόν — λιμβός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • либить — либлю ловить раков на приманку , либило приманка для ловли раков , блр. лiбiць ловить раков . Неясно. Весьма сомнительно родство с лат. lībīo, ārе дотрагиваться, совершать возлияния (связано с лить; см. Вальде–Гофм. 1, 794), греч. λιμβεύω… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λιμβεύω — (Α) [λιμβός (Ι)] λιχνεύω* …   Dictionary of Greek

  • λιμπά — τα (Μ λιμπά) οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το επίθ. λιμβός (Ι) «λαίμαργος» και το ρ. λιμπίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • λιμπίζομαι — (Μ λιμπίζομαι και λιμβίζομαι) αισθάνομαι ακατάσχετη επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω κάτι, ιδίως εδώδιμο, ποθώ κάτι διακαώς, λαχταρώ, λίγουρεύομαι (α. «είδα τα μήλα και τά λιμπίστηκα» β. «παρά τα χρόνια του, λιμπίζεται τα κοριτσάκια») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”